οριζοντίωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
οριζοντίωσης θηλυκό
- γενική ενικού του οριζοντίωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- οριζοντιώσεως (λόγιο)
οριζοντίωσης θηλυκό