πάτερ φαμίλιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάτερ φαμίλιας < λατινική pater familias < pater + familias
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάτερ φαμίλιας αρσενικό
- ο αρχηγός μιας οικογένειας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάτερ φαμίλιας