πένθιμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πένθιμα < πένθιμος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

πένθιμα

  • με πένθιμο τρόπο, εκφράζοντας πένθος
    η μπάντα ηχούσε πένθιμα στην πλατεία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]