πένθιμος ενιαυτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πένθιμος ενιαυτός αρσενικό
- (θρησκεία), (νομικός όρος): είναι η χρονική περίοδος μέχρι συμπλήρωσης ενός έτους από τον θάνατο ανδρός όπου η σύζυγός του κωλύεται σε κοινωνία νέου θρησκευτικού γάμου επαπειλούμενη με κυρώσεις οικονομικής και κληρονομικής φύσεως, τελώντας για την περίοδο αυτή σε υποχρεωτική αγαμία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πένθιμος ενιαυτός
|