παμ-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παμ- < παν- με αφομοίωση του ν σε μ πριν από χειλικά σύμφωνα ή άλλο μ

Πρόθημα[επεξεργασία]

παμ-

  • → δείτε τη λέξη παν-

Σύνθετα[επεξεργασία]