πανηγύριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανηγύριον < πανήγυρ(ις) + -ιον < αρχαία ελληνική πανήγυρις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανηγύριον ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του πανηγύριν
Πηγές[επεξεργασία]
- πανηγύρι(ο)ν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].