πανήγυρις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]πανήγυρις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανήγυρις (συγκέντρωση, συνάθροιση) (η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε το αρχαίο πανήγυρις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανήγυρις, -εως θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πανήγυρις)
- (παρωχημένο, λόγιο) η πανήγυρη
- ※ (καθαρεύουσα) Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχίς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πανηγύρι
Πηγές
[επεξεργασία]- πανήγυρη, πανήγυρις - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]πανήγυρις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πανήγυρις (συγκέντρωση, συνάθροιση)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε το αρχαίο πανήγυρις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανήγυρις θηλυκό
- συγκέντρωση, συνάθροιση ανθρώπων, ομαδική γιορτή, ιδίως για να τιμήσουν κάποιο άγιο
- εμποροπανήγυρη
- (γενικότερα) πλήθος πραγμάτων, όπως φυτών που δημιουργεί ευχάριστη εντύπωση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη πανηγύριν
Πηγές
[επεξεργασία]- πανήγυρις & πανηγύριν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πανήγυρῐς | αἱ | πανηγύρεις |
γενική | τῆς | πανηγύρεως | τῶν | πανηγύρεων |
δοτική | τῇ | πανηγύρει | ταῖς | πανηγύρεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πανήγυρῐν | τὰς | πανηγύρεις |
κλητική ὦ! | πανήγυρῐ | πανηγύρεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πανηγύρει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πανηγυρέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]πανήγυρις < παν- + --ήγυρις, πᾶς + ἄγυρις με έκταση του αρκτικού ⟨ἀ⟩ λόγω της σύνθεσης < από μεταπτωτική βαθμίδα του ἀγείρω (δείτε και ἀγορά) [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πᾰνήγῠρις, -εως θηλυκό
- συνάθροιση (ιδίως προς τιμήν κάποιου θεού)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Απόγονοι
[επεξεργασία]πανήγυρις (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πανήγυρις
- ⇒ νέα ελληνικά: πανήγυρη → δείτε και τη λέξη πανηγύρι
- ↷ αγγλικά: panegyris
- ↷ λατινικά: Panegyris (κύριο όνομα, χαρακτήρα)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πανηγύρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- πανήγυρις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανήγυρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παν- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)