πανηγυρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανηγυρίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πανηγυρίζω (αρχαία σημασία: συμμετέχω σε δημόσια γιορτή)
Ρήμα
[επεξεργασία]πανηγυρίζω, αόρ.: πανηγύρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (για πόλη, χωριό ή ναό) γιορτάζω και διοργανώνω πανηγύρι σε μια θρησκευτική εορτή
- εκδηλώνω τη χαρά μου, τον ενθουσιασμό μου με πανηγυρισμούς
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πανηγυρίζω | πανηγύριζα | θα πανηγυρίζω | να πανηγυρίζω | πανηγυρίζοντας | |
β' ενικ. | πανηγυρίζεις | πανηγύριζες | θα πανηγυρίζεις | να πανηγυρίζεις | πανηγύριζε | |
γ' ενικ. | πανηγυρίζει | πανηγύριζε | θα πανηγυρίζει | να πανηγυρίζει | ||
α' πληθ. | πανηγυρίζουμε | πανηγυρίζαμε | θα πανηγυρίζουμε | να πανηγυρίζουμε | ||
β' πληθ. | πανηγυρίζετε | πανηγυρίζατε | θα πανηγυρίζετε | να πανηγυρίζετε | πανηγυρίζετε | |
γ' πληθ. | πανηγυρίζουν(ε) | πανηγύριζαν πανηγυρίζαν(ε) |
θα πανηγυρίζουν(ε) | να πανηγυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πανηγύρισα | θα πανηγυρίσω | να πανηγυρίσω | πανηγυρίσει | ||
β' ενικ. | πανηγύρισες | θα πανηγυρίσεις | να πανηγυρίσεις | πανηγύρισε | ||
γ' ενικ. | πανηγύρισε | θα πανηγυρίσει | να πανηγυρίσει | |||
α' πληθ. | πανηγυρίσαμε | θα πανηγυρίσουμε | να πανηγυρίσουμε | |||
β' πληθ. | πανηγυρίσατε | θα πανηγυρίσετε | να πανηγυρίσετε | πανηγυρίστε | ||
γ' πληθ. | πανηγύρισαν πανηγυρίσαν(ε) |
θα πανηγυρίσουν(ε) | να πανηγυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πανηγυρίσει | είχα πανηγυρίσει | θα έχω πανηγυρίσει | να έχω πανηγυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πανηγυρίσει | είχες πανηγυρίσει | θα έχεις πανηγυρίσει | να έχεις πανηγυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πανηγυρίσει | είχε πανηγυρίσει | θα έχει πανηγυρίσει | να έχει πανηγυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πανηγυρίσει | είχαμε πανηγυρίσει | θα έχουμε πανηγυρίσει | να έχουμε πανηγυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πανηγυρίσει | είχατε πανηγυρίσει | θα έχετε πανηγυρίσει | να έχετε πανηγυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πανηγυρίσει | είχαν πανηγυρίσει | θα έχουν πανηγυρίσει | να έχουν πανηγυρίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πανηγυρίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πανηγυρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανηγυρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)