γιορτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γιορτή | οι | γιορτές |
γενική | της | γιορτής | των | γιορτών |
αιτιατική | τη | γιορτή | τις | γιορτές |
κλητική | γιορτή | γιορτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιορτή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιορτή < αρχαία ελληνική ἑορτή με τροπή του [eo] > ημίφωνο με φωνήεν [jo] > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] Δείτε και γιατρός, Γιάννης
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιορτή θηλυκό
- ημέρα αφιερωμένη σε έναν άγιο ή σημαντικό θρησκευτικό, εθνικό ή προσωπικό γεγονός, η οποία συνοδεύεται από δημόσιες εκδηλώσεις ή κοινωνικές συγκεντρώσεις προς τιμήν αυτού του γεγονότος
- τα Χριστούγεννα και το Πάσχα είναι οι μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης
- η ονομαστική εορτή κάποιου, η ημέρα κατά την οποία τιμάται το θρησκευτικό γεγονός ή ο άγιος του οποίου το όνομα φέρει ο εορτάζων
- θα πάμε ανήμερα τα Χριστούγεννα στο Χρήστο να του ευχηθούμε για τη γιορτή του
- η εκδήλωση ή συγκέντρωση που γίνεται για να τιμηθεί ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός
- στη σχολική γιορτή για την 28η Οκτωβρίου διαβάστηκαν ποιήματα και δόθηκε μια μικρή θεατρική παράσταση
- περάσαμε υπέροχα την Πρωτοχρονιά στη γιορτή του Βασίλη
- (στον πληθυντικό) οι γιορτές: το διάστημα που γιορτάζονται τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνια
- φέτος στις γιορτές θα πάμε ταξίδι στο εξωτερικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- γιορτάζω
- γιορτάσει
- γιορτάζοντας
- γιορτασμένος
- γιόρτασμα
- γιορτασμός
- γιορταστής
- γιορταστικός
- γιορτερός
- γιορτιάτικος
- γιορτιάτικα
- γιορτινός
- γιορτινά
- και για το θέμα εορτ- → δείτε τη λέξη εορτή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γιορτή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιορτή
[επεξεργασία]
- ↑ γιορτή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)