ἀγείρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγείρω < ἀ- αθροιστικό + θέμα: γερ- + -jω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ger- (μαζεύω, συγκεντρώνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
- συνάγω, συναθροίζω,, συλλέγω, σωρεύω, «...ενθάδ' από ...πολίων ήγειρα έκαστον...» (Ομ. Ιλ. Ρ, 222)
- ζητιανεύω, μαζεύω διάφορα με επαιτεία
[επεξεργασία]
- ἀγύρτης
- ἀγορά
- συναγερμός
- ὁμήγυρις
- πανήγυρις
- ἀγερμός (και δείτε Αγερμοί του Λαζάρου)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀγείρω στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἀγείρω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.