πανήγυρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανήγυρη οι πανηγύρεις
      γενική της πανήγυρης* των πανηγύρεων
    αιτιατική την πανήγυρη τις πανηγύρεις
     κλητική πανήγυρη πανηγύρεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πανηγύρεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανήγυρη < αρχαία ελληνική πανήγυρις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈni.ʝi.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐νή‐γυ‐ρη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανήγυρη θηλυκό

  1. ο λαμπρός εορτασμός ενός αγίου σε ναό αφιερωμένο σε αυτόν
    ※  Πανήγυρη ξημέρωνε πέρα στα βιλαέτια / και τα χωριά μαζώχθηκαν, άνδρες, γυναίκες πάνε, / πήγε και ο τραγουδιστής κι εκράταε το λαγούτο, / κι αρχίνησε το έρημο τραγούδι να λαλάει· (Γεώργιος Τερτσέτης, Η δικαία εκδίκησις)
  2. (γενικότερα) πανηγύρι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]