πανσέληνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πανσέληνο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πανσέληνο θηλυκό

  1. αιτιατική ενικού του πανσέληνος
  2. κλητική ενικού του πανσέληνος, αντί για πανσέληνε

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]