παπάτζας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παπάτζας < παπάτζα +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παπάτζας αρσενικό

  • (αργκό) κάποιος ο οποίος υποκρίνεται σε σχέση με τα επιτεύγματα του, μεγεθύνοντας υπερβολικά την αξία τους
    Είναι μεγάλος παπάτζας, δεν ισχύουν ούτε μισά από αυτά που λέει.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]