παπουτσώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παπουτσώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παπουτσώνω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παπουτσώνομαι | παπουτσωνόμουν(α) | θα παπουτσώνομαι | να παπουτσώνομαι | ||
β' ενικ. | παπουτσώνεσαι | παπουτσωνόσουν(α) | θα παπουτσώνεσαι | να παπουτσώνεσαι | (παπουτσώνου) | |
γ' ενικ. | παπουτσώνεται | παπουτσωνόταν(ε) | θα παπουτσώνεται | να παπουτσώνεται | ||
α' πληθ. | παπουτσωνόμαστε | παπουτσωνόμαστε παπουτσωνόμασταν |
θα παπουτσωνόμαστε | να παπουτσωνόμαστε | ||
β' πληθ. | παπουτσώνεστε | παπουτσωνόσαστε παπουτσωνόσασταν |
θα παπουτσώνεστε | να παπουτσώνεστε | (παπουτσώνεστε) | |
γ' πληθ. | παπουτσώνονται | παπουτσώνονταν παπουτσωνόντουσαν |
θα παπουτσώνονται | να παπουτσώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παπουτσώθηκα | θα παπουτσωθώ | να παπουτσωθώ | παπουτσωθεί | ||
β' ενικ. | παπουτσώθηκες | θα παπουτσωθείς | να παπουτσωθείς | παπουτσώσου | ||
γ' ενικ. | παπουτσώθηκε | θα παπουτσωθεί | να παπουτσωθεί | |||
α' πληθ. | παπουτσωθήκαμε | θα παπουτσωθούμε | να παπουτσωθούμε | |||
β' πληθ. | παπουτσωθήκατε | θα παπουτσωθείτε | να παπουτσωθείτε | παπουτσωθείτε | ||
γ' πληθ. | παπουτσώθηκαν παπουτσωθήκαν(ε) |
θα παπουτσωθούν(ε) | να παπουτσωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παπουτσωθεί | είχα παπουτσωθεί | θα έχω παπουτσωθεί | να έχω παπουτσωθεί | παπουτσωμένος | |
β' ενικ. | έχεις παπουτσωθεί | είχες παπουτσωθεί | θα έχεις παπουτσωθεί | να έχεις παπουτσωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παπουτσωθεί | είχε παπουτσωθεί | θα έχει παπουτσωθεί | να έχει παπουτσωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παπουτσωθεί | είχαμε παπουτσωθεί | θα έχουμε παπουτσωθεί | να έχουμε παπουτσωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παπουτσωθεί | είχατε παπουτσωθεί | θα έχετε παπουτσωθεί | να έχετε παπουτσωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παπουτσωθεί | είχαν παπουτσωθεί | θα έχουν παπουτσωθεί | να έχουν παπουτσωθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παπουτσώνομαι
|