παπουτσωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παπουτσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παπουτσώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]παπουτσωμένος, -η, -ο
- που φοράει παπούτσια
- Ο παπουτσωμένος γάτος: τίτλος γνωστού παραμυθιού για έναν γάτο που φορούσε μπότες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παπουτσωμένος
|