stivale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stivale | stivali |
stivale (it)
ενικός | πληθυντικός |
stivale | stivali |
stivale (it)