botté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- botté < botter
Μετοχή[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | botté | bottés |
θηλυκό | bottée | bottées |
botté (fr)
- που φοράει μπότες