παπουτσωμένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
παπουτσωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του παπουτσωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του παπουτσωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παπουτσωμένος