παρέλασε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παρέλασε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παρελαύνω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παρελαύνω
παρέλασε