παραγκουπόλεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παραγκουπόλεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του παραγκούπολη
- εναλλακτικά: παραγκούπολης
παραγκουπόλεως θηλυκό