παρακάμπτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈkam.pto.me/
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]παρακάμπτομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παρακάμπτω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρακάμπτομαι | παρακαμπτόμουν(α) | θα παρακάμπτομαι | να παρακάμπτομαι | ||
β' ενικ. | παρακάμπτεσαι | παρακαμπτόσουν(α) | θα παρακάμπτεσαι | να παρακάμπτεσαι | (παρακάμπτου) | |
γ' ενικ. | παρακάμπτεται | παρακαμπτόταν(ε) | θα παρακάμπτεται | να παρακάμπτεται | ||
α' πληθ. | παρακαμπτόμαστε | παρακαμπτόμαστε παρακαμπτόμασταν |
θα παρακαμπτόμαστε | να παρακαμπτόμαστε | ||
β' πληθ. | παρακάμπτεστε | παρακαμπτόσαστε παρακαμπτόσασταν |
θα παρακάμπτεστε | να παρακάμπτεστε | (παρακάμπτεστε) | |
γ' πληθ. | παρακάμπτονται | παρακάμπτονταν παρακαμπτόντουσαν |
θα παρακάμπτονται | να παρακάμπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρακάμφτηκα | θα παρακαμφτώ | να παρακαμφτώ | παρακαμφτεί | ||
β' ενικ. | παρακάμφτηκες | θα παρακαμφτείς | να παρακαμφτείς | παρακάμψου | ||
γ' ενικ. | παρακάμφτηκε | θα παρακαμφτεί | να παρακαμφτεί | |||
α' πληθ. | παρακαμφτήκαμε | θα παρακαμφτούμε | να παρακαμφτούμε | |||
β' πληθ. | παρακαμφτήκατε | θα παρακαμφτείτε | να παρακαμφτείτε | παρακαμφτείτε | ||
γ' πληθ. | παρακάμφτηκαν παρακαμφτήκαν(ε) |
θα παρακαμφτούν(ε) | να παρακαμφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρακαμφτεί | είχα παρακαμφτεί | θα έχω παρακαμφτεί | να έχω παρακαμφτεί | ||
β' ενικ. | έχεις παρακαμφτεί | είχες παρακαμφτεί | θα έχεις παρακαμφτεί | να έχεις παρακαμφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρακαμφτεί | είχε παρακαμφτεί | θα έχει παρακαμφτεί | να έχει παρακαμφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρακαμφτεί | είχαμε παρακαμφτεί | θα έχουμε παρακαμφτεί | να έχουμε παρακαμφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρακαμφτεί | είχατε παρακαμφτεί | θα έχετε παρακαμφτεί | να έχετε παρακαμφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρακαμφτεί | είχαν παρακαμφτεί | θα έχουν παρακαμφτεί | να έχουν παρακαμφτεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρακάμπτομαι
|