παρασύρει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παρασύρει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρασέρνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρασέρνω
  3. θα παρασύρει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρασέρνω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παρασύρει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρασύρω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής ενεστώτα και αορίστου του ρήματος παρασύρω
  3. θα παρασύρει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου και εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος παρασύρω