παρασύρουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παρασύρουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρασέρνω
  2. θα παρασύρουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρασέρνω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παρασύρουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα και αορίστου του ρήματος παρασύρω
  2. θα παρασύρουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου και εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος παρασύρω