παρατιμονιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρατιμονιάζω < παρατιμονιά + -άζω
Ρήμα
[επεξεργασία]παρατιμονιάζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρατιμονιάζω | παρατιμόνιαζα | θα παρατιμονιάζω | να παρατιμονιάζω | παρατιμονιάζοντας | |
β' ενικ. | παρατιμονιάζεις | παρατιμόνιαζες | θα παρατιμονιάζεις | να παρατιμονιάζεις | παρατιμόνιαζε | |
γ' ενικ. | παρατιμονιάζει | παρατιμόνιαζε | θα παρατιμονιάζει | να παρατιμονιάζει | ||
α' πληθ. | παρατιμονιάζουμε | παρατιμονιάζαμε | θα παρατιμονιάζουμε | να παρατιμονιάζουμε | ||
β' πληθ. | παρατιμονιάζετε | παρατιμονιάζατε | θα παρατιμονιάζετε | να παρατιμονιάζετε | παρατιμονιάζετε | |
γ' πληθ. | παρατιμονιάζουν(ε) | παρατιμόνιαζαν παρατιμονιάζαν(ε) |
θα παρατιμονιάζουν(ε) | να παρατιμονιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρατιμόνιασα | θα παρατιμονιάσω | να παρατιμονιάσω | παρατιμονιάσει | ||
β' ενικ. | παρατιμόνιασες | θα παρατιμονιάσεις | να παρατιμονιάσεις | παρατιμόνιασε | ||
γ' ενικ. | παρατιμόνιασε | θα παρατιμονιάσει | να παρατιμονιάσει | |||
α' πληθ. | παρατιμονιάσαμε | θα παρατιμονιάσουμε | να παρατιμονιάσουμε | |||
β' πληθ. | παρατιμονιάσατε | θα παρατιμονιάσετε | να παρατιμονιάσετε | παρατιμονιάστε | ||
γ' πληθ. | παρατιμόνιασαν παρατιμονιάσαν(ε) |
θα παρατιμονιάσουν(ε) | να παρατιμονιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρατιμονιάσει | είχα παρατιμονιάσει | θα έχω παρατιμονιάσει | να έχω παρατιμονιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρατιμονιάσει | είχες παρατιμονιάσει | θα έχεις παρατιμονιάσει | να έχεις παρατιμονιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρατιμονιάσει | είχε παρατιμονιάσει | θα έχει παρατιμονιάσει | να έχει παρατιμονιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρατιμονιάσει | είχαμε παρατιμονιάσει | θα έχουμε παρατιμονιάσει | να έχουμε παρατιμονιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρατιμονιάσει | είχατε παρατιμονιάσει | θα έχετε παρατιμονιάσει | να έχετε παρατιμονιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρατιμονιάσει | είχαν παρατιμονιάσει | θα έχουν παρατιμονιάσει | να έχουν παρατιμονιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρατιμονιάζω
|