παρατόλμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρατόλμως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρατόλμως. Συγχρονικά αναλύεται σε παράτολμ(ος) + -ως.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παρατόλμως

  • παράτολμος (& παρατόλμως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρατόλμως < παράτολμ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παρατόλμως