παρενόχλησε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

παρενόχλησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παρενοχλώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παρενοχλώ