παρκομέτρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παρκομέτρων ουδέτερο
- (λόγιο) γενική πληθυντικού του παρκόμετρο
- άλλη μορφή: παρκόμετρων
Δείτε επίσης : παρκόμετρων, παρκόμετρον |
παρκομέτρων ουδέτερο