πατσάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατσάδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατσάδα θηλυκό

  • μακριά γενειάδα
    ※  πιθανόν 14ος/15ος αιώνας[1] - Ἀκολουθία τοῦ Ἀνοσίου τραγογένη Σπανοῦ, ανωνύμου, (παρωδία)
    Τὴν πατσάδα σου τὴν ἄσχημον
    καὶ τὴν μουστάκαν τὴν πανάγριον
    καὶ τὴν πιγούναν τὴν μακρὰν
    καὶ τὴν θέαν σου τὴν ἄτσαλον
    καθορῶντες λέγομεν,
    ὁ θεός μου, ἐκ τοὺς σπανοὺς ἡμᾶς λύτρωσαι.
    Newman, Nicholas (2015), The liturgy and meal in version D of the Ἀκολουθία τοῦ Ἀνοσίου τραγογένη Σπανοῦ, @ejournals.lib.auth.gr

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • σε νεοελληνικά ιδιώματα με διαφορετική σημασία:

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]