παχαίνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
παχαίνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παχαίνω
- ↪ Έκοψα τα γλυκά γιατί κατάλαβα ότι δεν θα φτιάξει το κέφι μου παχαίνοντας.
- ↪ Παχαίνοντας ανέβαινε, όπως φαίνεται, και το σάκχαρό μου αλλά το αντιλήφθηκα ένα χρόνο μετά.