παχαίνοντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

παχαίνοντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παχαίνω
    Έκοψα τα γλυκά γιατί κατάλαβα ότι δεν θα φτιάξει το κέφι μου παχαίνοντας.
    Παχαίνοντας ανέβαινε, όπως φαίνεται, και το σάκχαρό μου αλλά το αντιλήφθηκα ένα χρόνο μετά.