πειράζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πειράζομαι < παθητική φωνή του ρήματος πειράζω

πειράζομαι

→ δείτε τη λέξη πειράζω