περιμαζώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιμαζώνω < μεσαιωνική ελληνική περιμαζώνω[1] < μαζώνω < αρχαία ελληνική μᾶζα
Ρήμα
[επεξεργασία]περιμαζώνω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του περιμαζεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιμαζώνω
|
- ↑ περιμαζώνω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)