περιφρονώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
περιφρονώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος περιφρονώ
- ↪ Λειτούργησαν αντισυνταγματικά, περιφρονώντας τη δημοκρατική παράδοση του τόπου.