πιει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pçi/

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πιει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πίνω
  3. θα πιει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πίνω