πιει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πιει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πίνω
- θα πιει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πίνω