πιεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pçs/

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πιεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πίνω
  2. θα πιεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πίνω