πλαντάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαντάζω < λείπει η ετυμολογία

μσν. πλαντά(σσω) μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. πλαντακ- < αρχ. πλατάσσω `χτυπώ δύο επίπεδα αντικείμενα΄, ηχηροπ. του μεσοφ. [t] ίσως από επίδρ. του

Ρήμα[επεξεργασία]

πλαντάζω, παθ. μτχ.: πλανταγμένος

  1. (αμετάβατο) συγχύζομαι, δυσφορώ, αγανακτώ, θλίβομαι ή νιώθω άλλο αρνητικό συναίσθημα σε πολύ μεγάλο βαθμό
    πλάνταξε στο κλάμα η έρμη

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]