πλευροκοπούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πλευροκοπούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος πλευροκοπώ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλευροκοπούμαι | πλευροκοπούμουν | θα πλευροκοπούμαι | να πλευροκοπούμαι | ||
β' ενικ. | πλευροκοπείσαι | πλευροκοπούσουν | θα πλευροκοπείσαι | να πλευροκοπείσαι | ||
γ' ενικ. | πλευροκοπείται | πλευροκοπούνταν | θα πλευροκοπείται | να πλευροκοπείται | ||
α' πληθ. | πλευροκοπούμαστε | πλευροκοπούμασταν πλευροκοπούμαστε |
θα πλευροκοπούμαστε | να πλευροκοπούμαστε | ||
β' πληθ. | πλευροκοπείστε | πλευροκοπούσασταν πλευροκοπούσαστε |
θα πλευροκοπείστε | να πλευροκοπείστε | πλευροκοπείστε | |
γ' πληθ. | πλευροκοπούνται | πλευροκοπούνταν | θα πλευροκοπούνται | να πλευροκοπούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλευροκοπήθηκα | θα πλευροκοπηθώ | να πλευροκοπηθώ | πλευροκοπηθεί | ||
β' ενικ. | πλευροκοπήθηκες | θα πλευροκοπηθείς | να πλευροκοπηθείς | πλευροκοπήσου | ||
γ' ενικ. | πλευροκοπήθηκε | θα πλευροκοπηθεί | να πλευροκοπηθεί | |||
α' πληθ. | πλευροκοπηθήκαμε | θα πλευροκοπηθούμε | να πλευροκοπηθούμε | |||
β' πληθ. | πλευροκοπηθήκατε | θα πλευροκοπηθείτε | να πλευροκοπηθείτε | πλευροκοπηθείτε | ||
γ' πληθ. | πλευροκοπήθηκαν πλευροκοπηθήκαν(ε) |
θα πλευροκοπηθούν(ε) | να πλευροκοπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πλευροκοπηθεί | είχα πλευροκοπηθεί | θα έχω πλευροκοπηθεί | να έχω πλευροκοπηθεί | πλευροκοπημένος | |
β' ενικ. | έχεις πλευροκοπηθεί | είχες πλευροκοπηθεί | θα έχεις πλευροκοπηθεί | να έχεις πλευροκοπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πλευροκοπηθεί | είχε πλευροκοπηθεί | θα έχει πλευροκοπηθεί | να έχει πλευροκοπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πλευροκοπηθεί | είχαμε πλευροκοπηθεί | θα έχουμε πλευροκοπηθεί | να έχουμε πλευροκοπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πλευροκοπηθεί | είχατε πλευροκοπηθεί | θα έχετε πλευροκοπηθεί | να έχετε πλευροκοπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πλευροκοπηθεί | είχαν πλευροκοπηθεί | θα έχουν πλευροκοπηθεί | να έχουν πλευροκοπηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλευροκοπούμαι
|