πλευροκοπημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλευροκοπημένος η πλευροκοπημένη το πλευροκοπημένο
      γενική του πλευροκοπημένου της πλευροκοπημένης του πλευροκοπημένου
    αιτιατική τον πλευροκοπημένο την πλευροκοπημένη το πλευροκοπημένο
     κλητική πλευροκοπημένε πλευροκοπημένη πλευροκοπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλευροκοπημένοι οι πλευροκοπημένες τα πλευροκοπημένα
      γενική των πλευροκοπημένων των πλευροκοπημένων των πλευροκοπημένων
    αιτιατική τους πλευροκοπημένους τις πλευροκοπημένες τα πλευροκοπημένα
     κλητική πλευροκοπημένοι πλευροκοπημένες πλευροκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

πλευροκοπημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]