πληροφορώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
πληροφορώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πληροφορώ
- ↪ Ήξερε πολύ καλά ότι πληροφορώντας τον για τα καθέκαστα, θα τον έκανε έξαλλο