πλουτώνιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλουτώνιον, -ίου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) πλουτώνιο → δείτε το αρχαίο Πλουτώνιον / Πλουτώνειον
Δείτε επίσης : Πλουτώνιον, Πλουτώνειον |
πλουτώνιον, -ίου ουδέτερο