ποδοσφαίρισις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποδοσφαίρισις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η ποδοσφαίριση → δείτε τη λέξη ποδόσφαιρο
- ※ Οι εξελίξεις στην Ελλάδα δεν ήταν πολύ διαφορετικές από την υπόλοιπη Ευρώπη. Η «ποδοσφαίρισις», όπως μεταφράστηκε αρχικά το αγγλικό football, είναι γνωστή πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα.