ποινικοποιώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποινικοποιώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ποινικοποιώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποινικοποιώ