ποινικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποινικώς (μαρτυρείται από το 1889)[1]< (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ποινικῶς
Επίρρημα
[επεξεργασία]ποινικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του ποινικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποινικώς
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 821, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου