πολεμικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πολεμικῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολεμικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολεμικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε πολεμικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

πολεμικώς

Πηγές[επεξεργασία]

  • πολεμικός (& πολεμικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)