Μετάβαση στο περιεχόμενο

πολλώ μάλλον

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολλώ μάλλον < αρχαία ελληνική πολλῷ μᾶλλον (δοτική) (Πλάτωνος Φαίδων p80e)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /poˈlo ˈma.lon/

Έκφραση

[επεξεργασία]

πολλώ μάλλον

  • (με επιτακτική έννοια) πολύ περισσότερο
    Ακόμα και ο καθηγητής δυσκολεύτηκε να λύσει το πρόβλημα, πολλώ μάλλον οι μαθητές.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]