πολυχρόνισε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πολυχρόνισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πολυχρονίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πολυχρονίζω