πολυωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυωρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυωρία θηλυκό
- η φροντίδα, η περιποίηση
πολυωρία θηλυκό