πολωσίμετρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολωσίμετρον < πόλωσι(ς) (πόλωση) + -μετρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολωσίμετρον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]