πομπεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πομπεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος πομπεύω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πομπεύομαι | πομπευόμουν(α) | θα πομπεύομαι | να πομπεύομαι | ||
β' ενικ. | πομπεύεσαι | πομπευόσουν(α) | θα πομπεύεσαι | να πομπεύεσαι | (πομπεύου) | |
γ' ενικ. | πομπεύεται | πομπευόταν(ε) | θα πομπεύεται | να πομπεύεται | ||
α' πληθ. | πομπευόμαστε | πομπευόμαστε πομπευόμασταν |
θα πομπευόμαστε | να πομπευόμαστε | ||
β' πληθ. | πομπεύεστε | πομπευόσαστε πομπευόσασταν |
θα πομπεύεστε | να πομπεύεστε | (πομπεύεστε) | |
γ' πληθ. | πομπεύονται | πομπεύονταν πομπευόντουσαν |
θα πομπεύονται | να πομπεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πομπεύτηκα | θα πομπευτώ | να πομπευτώ | πομπευτεί | ||
β' ενικ. | πομπεύτηκες | θα πομπευτείς | να πομπευτείς | πομπέψου | ||
γ' ενικ. | πομπεύτηκε | θα πομπευτεί | να πομπευτεί | |||
α' πληθ. | πομπευτήκαμε | θα πομπευτούμε | να πομπευτούμε | |||
β' πληθ. | πομπευτήκατε | θα πομπευτείτε | να πομπευτείτε | πομπευτείτε | ||
γ' πληθ. | πομπεύτηκαν πομπευτήκαν(ε) |
θα πομπευτούν(ε) | να πομπευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πομπευτεί | είχα πομπευτεί | θα έχω πομπευτεί | να έχω πομπευτεί | πομπεμένος | |
β' ενικ. | έχεις πομπευτεί | είχες πομπευτεί | θα έχεις πομπευτεί | να έχεις πομπευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει πομπευτεί | είχε πομπευτεί | θα έχει πομπευτεί | να έχει πομπευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πομπευτεί | είχαμε πομπευτεί | θα έχουμε πομπευτεί | να έχουμε πομπευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε πομπευτεί | είχατε πομπευτεί | θα έχετε πομπευτεί | να έχετε πομπευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πομπευτεί | είχαν πομπευτεί | θα έχουν πομπευτεί | να έχουν πομπευτεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πομπεύομαι
|