πούλπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πούλπα < (άμεσο δάνειο) αγγλική pulp • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πούλπα θηλυκό
- πολτώδης μάζα φρούτων που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φρουτοχυμών και μαρμελάδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πούλπα
|