πραγματική πλάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραγματική πλάνη < → δείτε τις λέξεις πραγματική και πλάνη
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πραγματική πλάνη θηλυκό
- (νομικός όρος): γνώρισμα κατά το οποίο ο δράστης αξιόποινης πράξης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραγματική πλάνη
|